- λιποναύτης
- ο воен. , мор. дезертир;
λιποναύτης ένδημος — матрос, находящийся в самовольной отлучке трое суток
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
λιποναύτης ένδημος — матрос, находящийся в самовольной отлучке трое суток
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
λιποναύτης — ο (Α λιποναύτης) ναύτης που λιποτάκτησε από την υπηρεσία του, που εγκατέλειψε το πλοίο του. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιπ(ο) * + ναύτης] … Dictionary of Greek
λιποναῦται — λιποναύτης leaving the sailors masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιπ(ο)- — και λειψ(ο) (AM λιπ[ο] και λειψ[ο] και λειπ[ο] και λειψι ) α συνθετικό λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο ρ. λείπω (για τις διάφορες μορφές τού α συνθετικού βλ. λ. λείπω) και δίνει την έννοια τής έλλειψης (πρβλ. λιπόγεως, λιπόγλωσσος, λιπόθυμος,… … Dictionary of Greek
λιποναύτιον — λιποναύτιον, τὸ (Α) [λιποναυτης] φρ. «λιποναυτίου γραφή» αγωγή εναντίον κάποιου που εγκατέλειψε το πλοίο ή την υπηρεσία του στη θάλασσα … Dictionary of Greek
λιποναύταν — λιποναύτᾱν , λιποναύτης leaving the sailors masc acc sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)